- ιωνίς
- ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) [Ίωνες]1. (θηλ. τού ιώνιος) α) ιωνικήβ) (ως εθν.) Ιωνίςη κάτοικος τής Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία2. υδρόβιο πτηνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰωνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίς — a water bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίδα — ἰωνίς a water bird fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίδας — ἰωνίς a water bird fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίδες — ἰωνίς a water bird fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίδι — Ἰωνίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίδι — ἰωνίς a water bird fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίδος — Ἰωνίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνίδος — ἰωνίς a water bird fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίδων — Ἰωνίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)